ξυμπονήσεις

ξυμπονήσεις
συμπονέω
toil
aor subj act 2nd sg (epic)
συμπονέω
toil
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”